συμφεροντολογικός

συμφεροντολογικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που κινείται από συμφεροντολογία: Ενεργεί συμφεροντολογικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφεροντολογικός — ή, ό, Ν [συμφεροντολόγος] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον συμφεροντολόγο. επίρρ... συμφεροντολογικά με τον τρόπο που ταιριάζει στον συμφεροντολόγο, με επιδίωξη μόνο τού προσωπικού συμφέροντος …   Dictionary of Greek

  • κομπίνα — η 1. συμφεροντολογικός συνδυασμός, κόλπο που γίνεται με σκοπό το συμφέρον ή το κέρδος 2. τα σχέδια που καταστρώνονται γι αυτόν τον σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combine, συντετμημένος τ. τού combinaison «συνδυασμός»] …   Dictionary of Greek

  • κομπίνα — η (λ. γαλλ.) 1. αρμονικός ή συμφεροντολογικός συνδυασμός. 2. καταστρωμένα σχέδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”